- ἀδιαλείπτους
- ἀδιάλειπτοςunintermittingmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
непрестаньныи — (30) пр. Непрестанный, постоянный: непрѣстаньнааго трѹда избави своими стрѹпы (διηνεκοῦς) ΚΕ XII, 174а; в нѣпрестаньнѣ памѧти смр(т)ьнѣ. в тѣлѣ вещнѣ бесплотныхъ ѹстроѥниѥ. КН 1280, 509в; мл҃твы непрѣстаньны (ἀδιαλείπτους) ΚΡ 1284, 245г; и дати… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεταπράσις — μεταπράσις, εως, ἡ (Α) [μεταπιπράσκω] η μεταπώληση («τὰς οἰκοδομίας, ἅς ἀδιαλείπτους ποιοῡσιν αἱ συμπτώσεις καὶ ἐμπρήσεις καὶ μεταπράσεις», Στράβ.) … Dictionary of Greek